- δεξιτερός
- δεξιτερόςright-hand of twomasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεξιτερός — δεξιτερός, ά, όν (Α) 1. (για μέλη τού σώματος μόνο, «δεξιτερῇ... χειρί», «δεξιτερῷ... ποδί») δεξιός 2. το θηλ. ως ουσ. η δεξιτερά η δεξιά, το δεξί χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχ. συγκριτικό τ. τού επιθ. δεξιός*, που αντιτίθεται στο σκαιός… … Dictionary of Greek
δεξιτερά — δεξιτερός right hand of two neut nom/voc/acc pl δεξιτερά̱ , δεξιτερός right hand of two fem nom/voc/acc dual δεξιτερά̱ , δεξιτερός right hand of two fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιτερῶν — δεξιτερός right hand of two fem gen pl δεξιτερός right hand of two masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιτερόν — δεξιτερός right hand of two masc acc sg δεξιτερός right hand of two neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιτεροῖο — δεξιτερός right hand of two masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιτεροῖς — δεξιτερός right hand of two masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιτεροῖσι — δεξιτερός right hand of two masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιτεροῖσιν — δεξιτερός right hand of two masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιτεροί — δεξιτερός right hand of two masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιτεροῦ — δεξιτερός right hand of two masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)